- επεξέρχομαι
- (AM ἐπεξέρχομαι)1. εξέρχομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι2. διηγούμαι ώς το τέλος, με λεπτομέρειες («τούτου ἕνεκα ἐπεξήλθομεν καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἡμῶν», Θουκ.)3. εξετάζω με ακρίβειααρχ.-μσν.εκδικούμαιαρχ.1. κατηγορώ, καταγγέλλω («εἰ ἐπισκήψαντος τοῡ πατρὸς ἐπεξελθεῑν τοῑς αὐτοῡ φονεῡσι μὴ ἐπέξειμι»2. καταφθάνω («ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῡσα συνέχεε», Ηρόδ.)3. φθάνω σ' ένα σημείο («κἀπειλῶν ὧδ' ἐπεξέρχη;», Σοφ.)4. παρακολουθώ5. διευκρινίζω6. περνώ ανάμεσα7. ερευνώ8. εκτελώ, φέρνω σε πέρας («ἐνθυμεῑται γὰρ οὐδεὶς ὁμοίᾳ τῇ πίστει καὶ ἔργῳ ἐπεξέρχεται», Θουκ.)9. επιχειρώ, δοκιμάζω.
Dictionary of Greek. 2013.